- ταρσικάριος
- ταρσικάριος, ὁ,A weaver of Tarsian fabrics, PLips.26.9, 89.2, al. (iv A.D.); written [pref] θαρς- in POxy.1765.21 (iii A.D.), 1146.16 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρσικάριος — και θαρσικάριος, ὁ, Α [ταρσικός (Ι)] αυτός που υφαίνει ταρσικά υφάσματα … Dictionary of Greek